- αποφέρω
- (AM αποφέρω)νεοελλ.φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδοςαρχ.-μσν.1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω2. (-ομαι) καρπώνομαιαρχ.Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο2. (για άνεμο) απωθώ3. επαναφέρω4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί5. εισάγω (κατηγορίες, λογαριασμούς κ.λπ.)6. διαβιβάζω, παραδίδω7. φεύγω, αναχωρώII. (-ομαι)1. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, κερδίζω.
Dictionary of Greek. 2013.